Πέμπτη, Αυγούστου 13, 2015

1

Είχα μια περηφάνια μεγάλη που ξεθώριασε γρήγορα.

Ο καιρός πέρασε, οι άνθρωποι μεγάλωσαν και έφυγαν μακριά μας.

Υπάρχει κάτι μέσα στο τίποτα που με τραβά τόσο πολύ.

Είναι ο κόσμος μου καταφύγιο, και οι άνθρωποί του άστεγοι. Σπίτι μου δεν μένει κανείς τους.

Πώς γίνεται να θέλεις τη συμπάθεια κάποιου που δεν έχεις κοιτάξει ποτέ μέσα του;

Κάποια στιγμή πίστεψα, έπειτα μόνο αμφισβητώ.

Κάτι ήθελα να πω. Πάλι το ξέχασα.

Απογοητεύομαι πολύ τελευταία. Τα τελευταία 20 χρόνια.

Κάποτε δεν ήξερα. Μετά δεν μπορούσα να καταλάβω. Πλέον δεν με απασχολεί.

Νόμιζα πως ξεπερνάς ότι δεν σε πονάει. Για να σιγουρευτώ έριξα μια ματιά στα χέρια μου.
Ήταν καθαρά μα η εικόνα από τα αίματα ήταν εκεί κάθε φορά που τα κοίταζα.

Ήθελα να πω, πως λυπάμαι πολύ που έμεινες δεν ήρθες κοντά μου τότε που σε ζήτησα, γιατί έμαθα να μην υπολογίζω σε σένα πια. Μα πιο πολύ από όλα λυπάμαι που δεν ήρθες να πάρεις τα δώρα που σου χα και τώρα άλλοι τα χαίρονται, τα δώρα τα δικά σου.

Είναι πολύ κρίμα να μην ξέρεις να ζεις, μα είναι ακόμα πιο κρίμα να μην θες.